δυσαρέστου

δυσαρέστου
δυσάρεστος
hard to appease
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σίλλος — ὁ, ΜΑ σκωπτικό ποίημα, σάτιρα ή λίβελλος σε εξάμετρους στίχους (α. «τὸν σίλλον ψόγον λέγουσι μετὰ παιδιᾱς δυσαρέστου», Αιλ. β. «σίλλοι ἔμμετρον σκῶμμα», Ησύχ.) αρχ. αλλήθωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σίλλος αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”